- μισανθρώπῳ
- μῑσανθρώπῳ , μισάνθρωποςhating mankindmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισανθρωπώ — μισανθρωπῶ, έω (Α) [μισάνθρωπος (Ι)] είμαι μισάνθρωπος … Dictionary of Greek